- ξεφύτρωμα
- το [ξεφυτρώνω]1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου2. απροσδόκητη εμφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεφύτρωμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεφυτρώνω, το φύτρωμα. 2. μτφ., απρόοπτη εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
αποβλάστησις — ἀποβλάστησις, η (Α) η ανάπτυξη, το ξεφύτρωμα από κάτι … Dictionary of Greek